- αντισημιτικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αντισημίτες: Η αντισημιτική κίνηση εντάθηκε στη Γερμανία μετά την επικράτηση των ναζιστών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.